- σταλάγμιον
- σταλάγ-μιον, τό, Dim. of στάλαγμα: in pl.,A ear-drops, ear-rings, Plaut.Men.542.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταλάγμιον — τὸ, Α [στάλαγμα] στον πληθ. τά σταλάγμια σκουλαρίκια όμοια με μικρές σταγόνες … Dictionary of Greek